dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ευδοκιμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gedeihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ευδοκιμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
boomen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ευδοκιμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)