dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ετοιμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorbereiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ετοιμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstudieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ετοιμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bereiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ετοιμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fertigmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ετοιμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herrichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ετοιμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zubereiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)