dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
εσκεμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εσκεμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gedacht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εσκεμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geflissentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εσκεμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewollt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εσκεμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überlegt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εσκεμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsätzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εσκεμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wohlüberlegt
Ⓦ
Ⓖ
…