dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εριστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streitsüchtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)