dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
εργοτάξιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Baustelle
Ⓦ
Ⓖ
…
εργοτάξιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lager
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)