dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εργονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ergonomie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εργονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Arbeitswissenschaft.
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εργονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ergonomie.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εργονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitswissenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…