dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Epoche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Jahreszeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zeitalter
Ⓦ
Ⓖ
…
εποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Alter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Alter.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ära
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)