dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επιπλοκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Komplikation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιπλοκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwicklung
Ⓦ
Ⓖ
…