dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
επινοητικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einfallsreichtum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επινοητικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erfindergeist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επινοητικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindungsgabe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επινοητικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kreativität
Ⓦ
Ⓖ
…