dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επικαλούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geltend machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επικαλούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anrufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επικαλούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επικαλούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich berufen
Ⓦ
Ⓖ
…