dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επιδρομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Invasion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιδρομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Angriff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιδρομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Razzia
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιδρομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)