dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιβουλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιβουλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trachten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιβουλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
intrigieren
Ⓦ
Ⓖ
…