dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschiffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
an Bord gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)