dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
επενδυμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefüttert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
επενδυμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gepolstert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επενδυμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
investiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
επενδυμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verkleidet
Ⓦ
Ⓖ
…