dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επείγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dringend
Ⓦ
Ⓖ
…
επείγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vordringlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επείγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Eil-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επείγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eilig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επείγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Expreß-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επείγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zwingend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)