dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επανεξέταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Prüfungswiederholung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επανεξέταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überprüfung
Ⓦ
Ⓖ
…