dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επίδεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verband
Ⓦ
Ⓖ
…
επίδεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wundverband
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
επίδεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Binde
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)