dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επάρκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eignung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επάρκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Effizienz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επάρκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Qualifikation
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)