dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εξουσιοδοτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevollmächtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξουσιοδοτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ermächtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξουσιοδοτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abkommandieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξουσιοδοτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autorisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξουσιοδοτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)