dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
εξοπλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξοπλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξοπλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich versehen
Ⓦ
Ⓖ
…