dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εξερευνητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Forscher
Ⓦ
Ⓖ
…
εξερευνητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erforscher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εξερευνητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Entdecker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εξερευνητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abenteurer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)