dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εξασφάλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Versorgung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξασφάλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gewährleistung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξασφάλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sicherstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξασφάλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Absicherung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξασφάλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sicherung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)