dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εντύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eindruck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εντύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Effekt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εντύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Idee
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)