dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ενσωμάτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verkörperung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενσωμάτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενσωμάτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einbettung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενσωμάτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eingliederung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενσωμάτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Integration
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενσωμάτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einbindung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)