dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ενστικτώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
instinktmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενστικτώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
instinktiv
Ⓦ
Ⓖ
…