dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ενικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Singular
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ενικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einzahl
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)