dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ενάγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beschwerdeführer
Ⓦ
Ⓖ
…
ενάγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kläger
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
κύριος ενάγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hauptkläger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πολιτικώς ενάγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nebenkläger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εναγώνιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
qualvoll
Ⓦ
Ⓖ
…