dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εμπόρισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Händlerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπόρισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kauffrau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπόρισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Händler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπόρισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kaufmann
Ⓦ
Ⓖ
…