dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εμπλουτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anreicherung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εμπλουτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konzentration
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εμπλουτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bereicherung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)