dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ελαττώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ελαττώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sinken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ελαττώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ελαττώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich vermindern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ελαττώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verringern
Ⓦ
Ⓖ
…