dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκμυστηρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entdecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμυστηρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anvertrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμυστηρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμυστηρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offenbaren
Ⓦ
Ⓖ
…