dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εκκόλαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Brüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκκόλαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausbrütung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκκόλαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entlarvung
Ⓦ
Ⓖ
…