dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
εισιτήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bon
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εισιτήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fahrkarte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εισιτήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fahrschein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εισιτήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ticket
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εισιτήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eintrittskarte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εισιτήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flugschein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)