dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εισβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Invasion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mündung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)