dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εισαγόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingeführt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εισαγόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
importiert
Ⓦ
Ⓖ
…