dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ειδοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benachrichtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ειδοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
melden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ειδοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
notifizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ειδοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Kenntnis setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ειδοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verständigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)