dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εγκληματίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verbrecher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εγκληματίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Delinquent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εγκληματίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geächtete
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εγκληματίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kriminelle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εγκληματίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Straftäter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)