dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εγκαινιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einweihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκαινιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einführen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκαινιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
formatieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκαινιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
initiieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκαινιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eröffnen
Ⓦ
Ⓖ
…