dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δωρεά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δωρεά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schenkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
δωρεά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geldgeschenk
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)