dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δρεπάνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sense
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
δρεπάνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sichel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)