dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δούλεψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gefälligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δούλεψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Arbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δούλεψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δούλεψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lohn
Ⓦ
Ⓖ
…