dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Attentäterin
Ⓦ
Ⓖ
…
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Meuchelmörder
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mörder
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Raubmörder
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Attentäter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Killer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mörderin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Totschläger
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)