dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διχαλωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweizackig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διχαλωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegabelt
Ⓦ
Ⓖ
…