dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
διυλιστήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Raffinerie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
διυλιστήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Filter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διυλιστήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kläranlage
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)