dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό

loading...
Ουσιαστικό
Ουσιαστικό
der Anwalt
Ουσιαστικό
Ουσιαστικό
der Jurist
Ουσιαστικό
Ουσιαστικό
Ουσιαστικό

Εν μέρει αντιστοιχίες (+)