dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δικαιολογημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertretbar
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δικαιολογημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δικαιολογημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerechtfertigt
Ⓦ
Ⓖ
…