dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δικαιοδοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bann
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δικαιοδοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gerichtsbarkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δικαιοδοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Amtsbezirk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δικαιοδοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Jurisdiktion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δικαιοδοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rechtsprechung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δικαιοδοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)