dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δικάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
judizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δικάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δικάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verurteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δικάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
richten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δικάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
veranlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δικάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
urteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)