dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διεφθαρμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dekadent
Ⓦ
Ⓖ
…
διεφθαρμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
korrupt
Ⓦ
Ⓖ
…
διεφθαρμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verworfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διεφθαρμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestechlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διεφθαρμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbraucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διεφθαρμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdorben
Ⓦ
Ⓖ
…