dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διευκολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erleichtern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διευκολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aushelfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διευκολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begünstigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διευκολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
helfen
Ⓦ
Ⓖ
…